συνωθώ — συνωθῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνωθῶ, έω, Α [ὠθῶ] 1. ωθώ, σπρώχνω πολλά πράγματα μαζί το ένα με το άλλο, στρυμώχνω 2. σπρώχνω κι εγώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον ή άλλους 3. (μέσ. και παθ.) συνωθούμαι και συνωθοῦμαι, έομαι συνωστίζομαι, στρυμώχνομαι … Dictionary of Greek
επισυνωθώ — ἐπισυνωθῶ, έω (Α) [συνωθώ] συνωθώ … Dictionary of Greek
συνωθίζω — ΜΑ συνωθώ, στρυμώχνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού συνωθῶ κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
σύνωσις — ώσεως, ἡ, Α [συνωθῶ] η ενέργεια τού συνωθώ, στρύμωγμα … Dictionary of Greek
άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… … Dictionary of Greek
άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… … Dictionary of Greek
αλής — ἁλής, ὲς (Α) συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, αθρόος το ουδέτερο ἁλέα ως επίρρ. αθρόα, συγκεντρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τύπος επιθέτου, συνώνυμος με το αττ. ἁθρόος*. Μορφολογικά το επίθ. είναι συγγενές με το αιολ. ἀολλής «συναθροισμένος… … Dictionary of Greek
ανειλώ — ἀνειλῶ ( έω) (Α) Ι. ενεργ. 1. ξεδιπλώνω, ανοίγω 2. περιτυλίγω, στριμώχνω II. μέσ. 1. συνωθούμαι, συναθροίζομαι 2. περιορίζομαι, στενοχωρούμαι 3. (για γλώσσα) συμμαζεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ειλώ ( έω) «συνωθώ, συγκεντρώνω, τυλίγω». ΠΑΡ. αρχ … Dictionary of Greek
επιθλίβω — ἐπιθλίβω (AM) μσν. καταπιέζω κάποιον αρχ. 1. πιέζω κάτι από πάνω 2. πατώ, καταπατώ 3. συνωθώ, συσσωρεύω 4. καταπνίγω, παραλύω 5. μτφ. ενοχλώ, στενοχωρώ κάποιον … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek